ρητινεύω — ευσα, μαζεύω ρετσίνι από τα πεύκα· ουσ. ρητίνευση, η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρητινεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρητίνευση — η, Ν [ρητινεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρητινεύω … Dictionary of Greek